πτωτικός

πτωτικός
η , όν 1.
1) имеющий тенденцию к падению, снижению, понижению; 2) грам, падёжный; 2.:

τα πτωτικά грам. — склоняемые части речи


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πτωτικός" в других словарях:

  • πτωτικός — ή, ό / πτωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πτωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώση ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «πτωτικός τύπος» β. «ὄνομά ἐστι μέρος λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.) νεοελλ. αυτός που έχει την τάση να πέφτει ή να πέσει («το… …   Dictionary of Greek

  • πτωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις γραμματικές πτώσεις. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., πτωτικά τα μέρη του λόγου που έχουν πτώσεις: Τα ουσιαστικά, τα επίθετα, οι αντωνυμίες και το άρθρο λέγονται πτωτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτωτικά — πτωτικός capable of inflexion neut nom/voc/acc pl πτωτικά̱ , πτωτικός capable of inflexion fem nom/voc/acc dual πτωτικά̱ , πτωτικός capable of inflexion fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωτικῶν — πτωτικός capable of inflexion fem gen pl πτωτικός capable of inflexion masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωτικόν — πτωτικός capable of inflexion masc acc sg πτωτικός capable of inflexion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωτικαί — πτωτικός capable of inflexion fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωτικοῖς — πτωτικός capable of inflexion masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωτικοῦ — πτωτικός capable of inflexion masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωτικῆς — πτωτικός capable of inflexion fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωτικῇ — πτωτικός capable of inflexion fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωτική — πτωτικός capable of inflexion fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»